άσωτος

άσωτος
άσωτος , -η, -ο
беспутный, блудный;
ΦΡ.
άσωτος υιός ο — блудный сын (Лк.15, 11-32)
Этим.
дргр. первоначальное значение «погибший, пропащий, сын погибели» < α- (отриц. приставка) + -σωτος < σώζω «спасать». Значение «распутный, развращенный» является более поздним. Словосочетание άσωτος υιός «блудный сын» относится к притчи Христа (Лк. 15, 11-32), где, однако, не употребляется прилагательное άσωτος «блудный», а наречие ασώτως «распутно, блудно»:

και εκεί διεσκόρπισεν την ουσίαν αυτού ζων ασώτως (15, 13) — и там расточил имение свое, живя распутно


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "άσωτος" в других словарях:

  • ἄσωτος — having no hope of safety masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… …   Dictionary of Greek

  • άσωτος — η, ο επίρρ. α σπάταλος, ακόλαστος, διεφθαρμένος: Άσωτος ο γιος, σπατάλησε σύντομα ό,τι του άφησαν οι γονείς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσωτότερον — ἄσωτος having no hope of safety adverbial comp ἄσωτος having no hope of safety masc acc comp sg ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωτότατα — ἄσωτος having no hope of safety adverbial superl ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώτως — ἄσωτος having no hope of safety adverbial ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσωτον — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc sg ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωτότατος — ἄσωτος having no hope of safety masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώτοις — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώτου — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώτους — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»